- χρυσωνώ
- -έω, Ααγοράζω ή ανταλλάσσω χρυσό με άλλα πολύτιμα μέταλλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + -ωνῶ (-ώνης < ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. τελ-ωνῶ. Το ρ. χρυσωνῶ είναι αρχαιότερο τού ουσ. χρυσώνης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρυσώνω — χρυσώνω, χρύσωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χρυσώνω — χρυσῶ, όω, ΝΜΑ [χρυσός (Ι)] 1. επικαλύπτω επιφάνεια με φύλλα χρυσού ή με επίχρισμα χρυσού ή με χρυσόσκονη ή υποκατάστατό της, επιχρυσώνω (α. «έταξα να τού χρυσώσω την εικόνα» β. «ἐπὶ στύλων... κεχρυσωμένων χρυσίῳ», ΠΔ γ. «Παλλαδίων χρυσουμένων»,… … Dictionary of Greek
χρυσώνω — χρύσωσα, χρυσώθηκα, χρυσωμένος 1. καλύπτω κάτι με χρυσό, επιχρυσώνω, μαλαματώνω. 2. διακοσμώ κάτι με χρυσό. 3. φρ., «Nα με χρυσώνουν δεν το κάνω», όσο και να με παρακαλέσουν ή όσα χρήματα και να μου προσφέρουν δε θα το κάνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηλιοχρύσωμα — και λιοχρύσωμα, το οι χρυσίζουσες ανταύγειες τού ήλιου την ώρα που βασιλεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + χρύσωμα (< χρυσώνω)] … Dictionary of Greek
παραχρυσωμένος — και παραχρουσωμένος, η, ο επίχρυσος, χρυσωτός, χρυσωμένος («στην κάμερα την πλια όμορφη, την παραχρυσωμένη», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(ά) * + χρυσώνω] … Dictionary of Greek
περιχρυσώνω — και περιχρυσῶ, όω, ΝΜΑ [περίχρυσος] χρυσώνω ολόγυρα, επιχρυσώνω όλη την επιφάνεια … Dictionary of Greek
χρυσώ — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ.) του νομού Ευρυτανίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (25 τ. χλμ.). * * * όω, ΜΑ βλ. χρυσώνω … Dictionary of Greek
χρυσώνητος — ον, Α [χρυσωνῶ] (σχετικά με δούλο) αγορασμένος με χρυσάφι, ακριβοπληρωμένος … Dictionary of Greek
χρύσωμα — το, ατος 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του χρυσώνω, η χρύσωση, το μαλαμάτωμα. 2. λεπτό στρώμα από χρυσό που είναι στην επιφάνεια των επίχρυσων αντικειμένων. 3. κόσμημα από χρυσό. 4. το κατασκευασμένο από χρυσό σφράγισμα δοντιού. 5. δωροδοκία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)